κρεατοελιά

κρεατοελιά
η бородавка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "κρεατοελιά" в других словарях:

  • κρεατοελιά — η περιγεγραμμένη υποστρόγγυλη θηλωματώδης υπερπλασία τής επιδερμίδας με σημεία υπερκερατώσεως, η ακροχορδόνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρεατο (βλ. κρε[ο] ) + ελιά] …   Dictionary of Greek

  • κρεατοελιά — η σαρκώδης εκβλάστηση του δέρματος σε διάφορα μέρη του σώματος, η ελιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακροχορδόνα — (Α ἀκροχορδών όνος), η κρεατοελιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + χορδή. ΠΑΡ. αρχ. ἀκροχονδρονώδης] …   Dictionary of Greek

  • θύμιον — θύμιον, τὸ (ΑΜ) μσν. ενθύμιο αρχ. 1. σμῑλαξ*, το δένδρο δρυς 2. μεγάλη ακροχορδόνα, κρεατοελιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Με την αρχ. σημασία < θύμον. Με τη μσν. < εν θύμιον, ουσιαστικοποιημένο ουδ. τού επιθ. εν θύμιος (< εν + θυμός)] …   Dictionary of Greek

  • θύμος — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… …   Dictionary of Greek

  • κρε(ο)- — και κρεατ(ο) (AM κρε[ο] και κρεω , Α και κρεα και κρεη και κρειο ) α συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στη λ. κρέας και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό είτε αναφέρεται στο κρέας (κρεωνομώ, κρεωβορία) είτε… …   Dictionary of Greek

  • λούμπουνας — ο, και λουμπούνι, το η κρεατοελιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λατ. lupinus < λατ. lupus «λύκος»] …   Dictionary of Greek

  • μαντραβίτσα — η η κρεατοελιά …   Dictionary of Greek

  • μυρμηγκιά — Γενική ονομασία των εντόμων της μεγάλης οικογένειας των μυρμηκιδών, της τάξης των υμενοπτέρων. Είναι γνωστά πάνω από 6.000 είδη μ., που διαφέρουν μεταξύ τους ως προς το μέγεθος και σε διάφορες λεπτομερείς: όλα όμως έχουν μερικά κοινά μορφολογικά… …   Dictionary of Greek

  • ελιά — η 1. αειθαλές καρποφόρο δέντρο, που παράγει μικρούς αβγοειδείς σαρκώδεις καρπούς με ξυλώδες κουκούτσι, ελαιόδεντρο, λιόδεντρο. 2. ο καρπός αυτού του δέντρου, ο ελαιόκαρπος. 3. μτφ., καστανή ή μαύρη κηλίδα του δέρματος, που εξέχει ή όχι από την… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ογκίδιο — το μικρός όγκος: Η κρεατοελιά είναι ένα ογκίδιο του δέρματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»